Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλοπρεπής
1 εγγραφή
δουλοπρεπής -ής -ές [δuloprepís] Ε10 : 1. για κπ. που, απέναντι σ΄ αυτούς που είναι ή που θεωρεί ότι είναι ανώτεροί του, συμπεριφέρεται με τρόπο μειωτικό για την αξιοπρέπειά του, με κολακείες, δουλική εξυπηρέτηση κτλ. || (ως ουσ.) ο δουλοπρεπής. 2. που ταιριάζει σε δουλοπρεπή άνθρωπο: ~ στάση. (λόγ.) δουλοπρεπώς ΕΠIΡΡ με δουλοπρέπεια.

[λόγ. < αρχ. δουλοπρεπής· λόγ. < ελνστ. δουλοπρεπῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες