Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δουλικός
1 item total
δουλικός -ή -ό [δulikós] Ε1 : 1α. που ταιριάζει σε δούλο, σε άνθρωπο χωρίς αξιοπρέπεια και ελεύθερο φρόνημα: Δείχνει δουλική υποταγή στους εκάστοτε ισχυρούς. β. (μτφ.) για να τονιστεί η προσκόλληση σε ένα πρότυπο, που δεν αφήνει περιθώρια πρωτότυπης δημιουργίας: Δουλική μίμηση. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται σε δούλο: ~ μανδύας. δουλικά ΕΠIΡΡ: Yπηρέτησε ~ το δικτατορικό καθεστώς. H Aναγέννηση δε μιμήθηκε ~ την κλασική αρχαιότητα.

[λόγ. < αρχ. δουλικός & σημδ. γαλλ. servile]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go