Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διόρθωμα
1 item total
διόρθωμα το [δiórθoma] Ο49 : η ενέργεια του διορθώνω, η βελτίωση ή η απαλλαγή από λάθη, ελλείψεις, ελαττώματα: Tο σπίτι θέλει ~, επισκευή. Aυτό το φόρεμα δε σηκώνει άλλο ~, επιδιόρθωση. Tο ~ των εκθέσεων μού πήρε πολλές ώρες, διόρθωση. Tέλειωσα με τα διορθώματα, με τη διόρθωση ή την επιδιόρθωση. || σημάδι που αφήνει μια επιδιόρθωση: Πρόσεξε να μη φαίνονται τα διορθώματα.

[λόγ. < ελνστ. διόρθωμα, αρχ. σημ.: `σωστή τοποθέτηση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go