Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διχογνωμία
1 item total
διχογνωμία η [δixoγnomía] Ο25 : διαφωνία, ύπαρξη δύο διαφορετικών απόψεων, η οποία μπορεί να διαταράξει τις σχέσεις των ανθρώπων: Οι διχογνωμίες ανάμεσα στο ζευγάρι οδήγησαν στο διαζύγιο. H επιτροπή δεν κατέληξε σε απόφαση, γιατί υπήρξε νομική ~.

[λόγ. διχογνωμ(ώ) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go