Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διορθωτής ο [δiorθotís] Ο7 θηλ. διορθώτρια [δiorθótria] Ο27 : α. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων: Εργάζεται ως ~ σε εφημερίδα / σε εκδοτικό οίκο. β. αυτός που διορθώνει γραπτά δοκίμια εξεταζομένων: Ο ~ ήταν πολύ αυστηρός. Οι διορθωτές πρέπει να είναι δίκαιοι και αμερόληπτοι.
[λόγ. < ελνστ. διορθωτής `αναθεωρητής βιβλίου΄ σημδ. γαλλ. correcteur· λόγ. διορθω(τής) -τρια]