Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διοπτρικός
1 item total
διοπτρικός -ή -ό [δioptrikós] Ε1 : που αναφέρεται στη διοπτρική: Διοπτρικό τηλεσκόπιο.

[λόγ. < γαλλ. dioptrique (στη νεότ. σημ.) < ελνστ. διοπτρικός `που αναφέρεται στη χρήση της διόπτρας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go