Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφωνία
1 εγγραφή
διαφωνία η [δiafonía] Ο25 : 1. η διαφορά απόψεων που υπάρχει για ένα συγκεκριμένο ζήτημα, ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα. ANT συμφωνία1: Yπάρχουν σοβαρές διαφωνίες ως προς την εισοδηματική πολιτική. Διατύπωσε δημόσια τη ~ του και παραιτήθηκε. ~ ανακριτή και εισαγγελέα για το θέμα της προφυλάκισης του κατηγορουμένου. Δεν έχω καμιά ~ σε όσα λες, συμφωνώ απόλυτα. || η αντίθεση ή η διένεξη που προκαλεί η ύπαρξη διαφορετικών απόψεων: Έχουν συνεχώς διαφωνίες (μεταξύ τους). 2α. (μουσ.) στην αρχαία ελληνική μουσική, η συνήχηση δύο φθόγγων που παράγει ένα δυσάρεστο ηχητικό αποτέλεσμα. ANT συμφωνία13. β. (τεχν.) η εμφάνιση του σήματος ενός τηλεπικοινωνιακού κυκλώματος και σε άλλα γειτονικά, με αποτέλεσμα την κακή λειτουργία του κυκλώματος.

[λόγ. < αρχ. διαφωνία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες