Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατρέφω
1 εγγραφή
διατρέφω [δiatréfo] -ομαι Ρ αόρ. διέθρεψα, απαρέμφ. διαθρέψει, παθ. αόρ. διατράφηκα, απαρέμφ. διατραφεί : 1. δίνω συστηματικά σε κπ. την τροφή που χρειάζεται για να συντηρηθεί: Tα βρέφη διατρέφονται με γάλα. || Ο πλανήτης μας μπορεί να διαθρέψει δισεκατομμύρια ανθρώπους. || (παθ.) διατρέφω τον εαυτό μου: Aν δε διατρέφεσαι σωστά, θα πάθεις αποβιταμίνωση. 2. εξασφαλίζω σε κπ. όλα τα υλικά μέσα που του είναι απαραίτητα για τη ζωή του· τρέφωII1: Mε το μισθό που παίρνει δεν μπορεί να διαθρέψει την οικογένειά του.

[λόγ. < αρχ. διατρέφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες