Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαστημικός
1 εγγραφή
διαστημικός -ή -ό [δiastimikós] Ε1 : που έχει σχέση με το διάστημα, το χώρο δηλαδή που υπάρχει πέρα από την ατμόσφαιρα της γης: Διαστημικές έρευνες. Διαστημικό πρόγραμμα / όχημα. Διαστημική στολή / βιολογία / ιατρική. α. που βρίσκεται στο διάστημα: ~ σταθμός. Διαστημική σκόνη. β. που γίνεται στο διάστημα: Διαστημικό ταξίδι. Διαστημική πτήση.

[λόγ. διάστημ(α)II -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες