Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασκεδάζω
1 εγγραφή
διασκεδάζω [δiaskeδázo] -ομαι στη σημ. II Ρ2.1 : I1α. ενεργώ έτσι ώστε να περνώ ευχάριστα: Tα παιδιά διασκεδάζουν φτιάχνοντας καρικατούρες. Διασκεδάζει ακούγοντας μουσική. Mαζεύονται πότε στο σπίτι του ενός και πότε στου άλλου και διασκεδάζουν. ~ με κτ., με ορισμένο τρόπο, αντικείμενο κτλ.: ~ με τα αστεία / με τις χειρονομίες κάποιου. ~ με κπ., με τις ενέργειές του. β. κάνω κπ. άλλο να περνάει ευχάριστα, να διασκεδάζει: Θα πάρω κι ένα γελωτοποιό να με διασκεδάζει. 2. διασκεδάζω πηγαίνοντας σε ειδικό κατάστημα: ~ σε ταβέρνα / σε μπαρ / σε ντισκοτέκ / σε νυχτερινό κέντρο. Διασκεδάζει όλη τη νύχτα και την ημέρα κοιμάται· πού να βρει καιρό για δουλειά! Πού θα πάμε να διασκεδάσουμε απόψε; II. (λόγ.) (για κτ. δυσάρεστο, ιδίως συναίσθημα) διασκορπίζω, διαλύω: ~ τους φόβους / τις υποψίες / τις ανησυχίες / τη θλίψη κάποιου.

[λόγ.: II: ελνστ. διασκεδάζω `διασκορπίζω΄· I: σημδ. γαλλ. dissiper, se diverter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες