Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπραγματευτής
1 εγγραφή
διαπραγματευτής ο [δiapraγmateftís] Ο7 θηλ. διαπραγματεύτρια [δiapraγmatéftria] Ο27 : αυτός που κάνει τις διαπραγματεύσεις, ιδίως τις συζητήσεις για σύναψη μιας συμφωνίας: Ο Έλληνας / ο Tούρκος ~. Παρά τις έντονες πιέσεις οι διαπραγματευτές δεν κατέληξαν σε συμφωνία.

[λόγ. διαπραγματεύ(ομαι) -τής· λόγ. διαπραγματευ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες