Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαμαρτύρομαι
1 item total
διαμαρτύρομαι [δiamartírome] Ρ9β : 1. εκδηλώνω με λόγια ή με έργα την αντίθεση, την αποδοκιμασία ή την άρνησή μου για κτ., το οποίο με αφορά και συνήθ. θεωρείται άδικο ή παράνομο: «~, κύριε πρόεδρε», είπε κι έφυγε από τη συνεδρίαση. Ο λαός διαμαρτύρεται για τη βαριά φορολογία. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης αποχώρησαν από τη βουλή διαμαρτυρόμενοι για τη στάση του προέδρου. 2. (για γραμμάτιο ή συναλλαγματική) αντί του διαμαρτυρούμαι.

[λόγ. < αρχ. διαμαρτύρομαι (αρχική σημ.: `επικαλούμαι μάρτυρες΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go