Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαμάντι
2 items total [1 - 2]
διαμάντι το [δjamándi] Ο44 : 1. είδος άνθρακα που λόγω των ιδιοτήτων του (μεγάλη σκληρότητα και στιλπνότητα) ανήκει στους πολύτιμους λίθους. α. το ακατέργαστο διαμάντι: Ορυχείο / εξόρυξη / κατεργασία / είδη διαμαντιών. β. το κατεργασμένο διαμάντι: Γωνίες / επιφάνειες του διαμαντιού. Δαχτυλίδι με ~. Σταυρός / κολιέ με διαμάντια. Tα διαμάντια του στέμματος. || (προφ.) κόσμημα με ένα ή περισσότερα διαμάντια: Φοράει διαμάντια στο λαιμό / ένα ~ στο δάχτυλο. γ. εργαλείο με αιχμή από διαμάντι: Έκοψε το τζάμι με ~. 2. (μτφ.) για χαρακτηρισμό: α. αντικειμένων που έχουν μία ή περισσότερες ιδιότητες του διαμαντιού: Δύο διαμάντια κύλησαν στα μάγουλά της, για δάκρυα. Tο κρασί είναι ~, πολύ καθαρό. β. προσώπων που έχουν πολύ καλό χαρακτήρα: Άνθρωπος / χαρακτήρας / παιδί ~. Είναι πολύ τυχερός· παίρνει γυναίκα ~. διαμαντάκι το YΠΟKΟΡ.

[αντδ. < ιταλ. diamant(e) < μσνλατ. diamant- (diamas) < αρχ. ἀδάμας, αιτ. ἀδάμαντα (με επίδρ. της λ. διαφανής)]

διαμαντικό το [δjamandikó] Ο38 : (οικ.) κόσμημα στολισμένο με ένα ή περισσότερα διαμάντια: Tης χάρισε ένα ~ για την επέτειο του γάμου τους. Tης έκλεψαν τα διαμαντικά. || (πληθ., ειρ.): Ήταν φορτωμένη με διαμαντικά.

[διαμάντ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go