Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβατός
1 εγγραφή
διαβατός -ή -ό [δiavatós] Ε1 : που μπορεί κάποιος να τον περάσει: ~ ποταμός.

[λόγ. < αρχ. διαβατός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες