Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δημοπρασία η [δimoprasía] Ο25 : η δημόσια διαδικασία κατά την οποία εκποιείται κινητό ή ακίνητο πράγμα ή ανατίθεται η εκτέλεση ενός έργου σε όποιον κάνει την καλύτερη χρηματική προσφορά· (πρβ. πλειστηριασμός): Πλειοδοτική / μειοδοτική / φανερή / μυστική ~. Πουλώ / βγάζω κτ. σε ~.
[λόγ. < ελνστ. δημοπρά(της δες στο δημοπρατώ) -σία]



