Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δημογραφία
1 item total
δημογραφία η [δimoγrafía] Ο25 : η στατιστική μελέτη του πληθυσμού (μιας ορισμένης γεωγραφικής περιοχής, μιας χώρας κτλ.), που εξετάζει τη σύνθεση, την αυξομείωση, το όριο ζωής, τη διαβίωση και άλλα πληθυσμιακά φαινόμενα και μεγέθη: Συγκριτική ~, για πληθυσμούς διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών. Iστορική ~, για πληθυσμούς παλαιότερων περιόδων.

[λόγ. < γαλλ. démographie < αρχ. δῆμο(ς) + -graphie = -γραφία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go