Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δευτερολογία η [δefterolojía] Ο25 : δεύτερη αγόρευση του ίδιου ρήτορα επάνω στο ίδιο θέμα (μετά την πρωτολογία): Kατά τη ~ του ο πρωθυπουργός αντέκρουσε τα επιχειρήματα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος στη ~ μου.
[λόγ. < ελνστ. δευτερολογία]



