Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεσποτικός
2 εγγραφές [1 - 2]
δεσποτικός 1 -ή -ό [δespotikós] Ε1 : που αναφέρεται στον τρόπο που ασκεί την εξουσία ο δεσπότης 1· τυραννικός, απολυταρχικός: Δεσποτική εξουσία. δεσποτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. δεσποτικός]

δεσποτικός 2 -ή -ό : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο δεσπότη 2: ~ θρόνος. Δεσποτική μίτρα / ράβδος. || Δεσποτικές γιορτές / εορτές, που τελούνται προς τιμή του Xριστού. Δεσποτικές εικόνες, οι εικόνες του Xριστού, της Θεοτόκου, του Προδρόμου και του αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός, οι οποίες τοποθετούνται δεξιά και αριστερά της Ωραίας Πύλης. 2. (ως ουσ.) το δεσποτικό: α. ο θρόνος του δεσπότη, που βρίσκεται στο δεξιό μέρος του κυρίως ναού. β. η κατοικία του δεσπότη.

[μσν. δεσποτικός < αρχ. δεσποτικός με αλλ. της σημ. κατά το δεσπότης 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες