Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δερματολόγος
1 εγγραφή
δερματολόγος ο [δermatolóγos] Ο18 θηλ. δερματολόγος [δermatolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στη δερματολογία.

[λόγ. < γαλλ. dermato logiste < dermato(logie) = δερματο(λογία) -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες