Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δεκαμελής
1 item total
δεκαμελής -ής -ές [δekamelís] Ε10 : που αποτελείται από δέκα μέλη: ~ επιτροπή. Δεκαμελές διοικητικό συμβούλιο.

[λόγ. δεκα- + -μελής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go