Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δαιμόνιος
1 item total
δαιμόνιος -α -ο [δemónios] Ε6 : που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευστροφία, που είναι εξαιρετικά δραστήριος και αποτελεσματικός σε κτ.: ~ επιχειρηματίας. Δαιμόνιο μυαλό. ~ νους. Είναι ~ άνθρωπος· τα καταφέρνει με ό,τι καταπιάνεται. δαιμόνια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. δαιμόνιος `που οφείλεται σε δαίμονες΄, αρχ. σημ.: `ουρανόσταλτος, θαυμαστός΄, κατά τη σημ. του ουσ. δαίμοναςI2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go