Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δαιμονικός
1 item total
δαιμονικός -ή -ό [δemonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο δαίμονα: Δαιμονικές δυνάμεις είχαν κυριέψει το μυαλό του. α. που κατέχεται από δαίμονα: Δαιμονική ψυχή. β. που προκαλείται ή προέρχεται από δαίμονα: Δαιμονική ενέργεια. 2. (ως ουσ.) το δαιμονικό, πονηρό, κακοποιό πνεύμα.

[1: λόγ. < ελνστ. δαιμονικός· 2: μσν. δαιμονικό ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. δαιμονικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go