Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δαδί το [δaδí] Ο43 : κομμάτι ξύλου από την καρδιά ρητινώδους δέντρου, συνήθ. πεύκου, το οποίο χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
[μσν. δαδίν < αρχ. δᾳδίον, υποκορ. της λ. δᾴς (δες δάδα)]



