Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίχρωμος
1 εγγραφή
δίχρωμος -η -ο [δíxromos] Ε5 : που έχει δύο χρώματα: H ελληνική σημαία είναι δίχρωμη.

[λόγ.(;) < ελνστ. δίχρωμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες