Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γύψος
1 εγγραφή
γύψος ο [jípsos] Ο18 : ορυκτό που αποτελείται από ένυδρο θειικό ασβέστιο και που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην οικοδομική. || κονίαμα από γύψο: Tου έβαλαν το πόδι στο γύψο, για να θεραπεύσουν κάποιο κάταγμα.

[μσν. γύψος ο < αρχ. γύψος ἡ μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες