Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γωνιώδης
1 εγγραφή
γωνιώδης -ης -ες [γonióδis] Ε11 : που έχει, που σχηματίζει γωνίες: Γωνιώδες πρόσωπο. Γωνιώδεις αγκύλες*.

[λόγ. < αρχ. γωνιώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες