Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γωνιάζω [γonázo] Ρ2.1α μππ. γωνιασμένος : (οικ.) δίνω σε κτ. σχήμα γωνίας. || χαράσσω ορθή γωνία ή τοποθετώ κτ. σε ορθή γωνία.
[γων(ιά) -ιάζω (πρβ. ελνστ. γωνιάζω `τοποθετώ σε γωνία΄)]