Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυρίνος
1 εγγραφή
γυρίνος ο [jirínos] Ο18 : (ζωολ.) το μικρό του βατράχου από τη στιγμή που βγαίνει από το αυγό, ώσπου να χάσει την ουρά και τα βράγχια.

[λόγ. < αρχ. γυρῖνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες