Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γυμναστικός -ή -ό [jimnastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γυμναστική ή τους γυμναστές: Γυμναστικές ασκήσεις. Γυμναστικές επιδείξεις. ~ όμιλος / σύλλογος. Γυμναστική Aκαδημία. || (ως ουσ.) η γυμναστική*.
[λόγ. γυμναστ(ική) -ικός (πρβ. αρχ. γυμναστικός `ικανός στα αθλητικά΄)]



