Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρυλίζω
1 εγγραφή
γρυλίζω [γrilízo] Ρ2.1α : 1. βγάζω γρύλισμα: Tο γουρούνι / ο σκύλος γρυλίζει. 2. (μτφ., για πρόσ.) μιλώ απειλητικά με υπόκωφη και άγρια φωνή: Φύγε από ΄δω!, γρύλισε εκείνος.

[λόγ. < αρχ. γρυλίζω (δες στο γρι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες