Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γραφίδα
1 εγγραφή
γραφίδα η [γrafíδa] Ο26 : 1. όργανο γραφής σε παλαιότερες εποχές. || (λόγ.) η πένα. 2. σε μετωνυμία: α. η συγγραφική ικανότητα. β. ο συγγραφέας: H αξιολογότερη σατιρική ~.

[λόγ. < αρχ. γραφίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες