Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρατσουνιά
1 εγγραφή
γρατζουνιά η [γradzuná] & γρατσουνιά η [γratsuná] Ο24 : επιπόλαιο τραύμα στο δέρμα, που γίνεται συνήθ. από τα νύχια ή από κάποιο αιχμηρό αντικείμενο: Tα πόδια του ήταν γεμάτα γρατζουνιές από τα αγκάθια. || H σύγκρουση ήταν σφοδρή, κατάφερε όμως να γλιτώσει μόνο με λίγες γρατζουνιές. || ελαφρό χάραγμα: Tο τραπέζι έχει λίγες γρατζουνιές.

[γρατζου ν(άω), γρατσουν(άω) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες