Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γραμματόσημο
1 item total
γραμματόσημο το [γramatósimo] Ο42 : είδος ενσήμου με διάφορες γραφικές παραστάσεις, που εκδίδεται από την ταχυδρομική υπηρεσία και που το κολλούν στο αντικείμενο (γράμμα, δέμα κτλ.) που πρόκειται να ταχυδρομηθεί σε ένδειξη προπληρωμής του ταχυδρομικού τέλους: Συλλογή γραμματοσήμων· (πρβ. φιλοτελισμός). Άλμπουμ γραμματοσήμων. Σφραγισμένο / ασφράγιστο ~. Δόντι* / δοντάκι γραμματοσήμου. Aναμνηστικά γραμματόσημα.

[λόγ. γραμματο-2 + -σημον μτφρδ. γερμ. Brief marke]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go