Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρήγορος
1 εγγραφή
γρήγορος -η -ο [γríγoros] Ε5 : ANT αργός. 1. που κινείται ή που μπορεί να κινηθεί με μεγάλη ταχύτητα· που διατρέχει μεγάλη απόσταση σε μικρό χρονικό διάστημα: Γρήγορο άλογο. Γρήγορο αυτοκίνητο. ~ σαν αστραπή. Ο πιο ~ άνθρωπος του κόσμου. 2α. για μια διαδικασία που οι διάφορες φάσεις της εκτελούνται με ταχύτητα: Γρήγορη κίνηση. Γρήγορα βήματα. ~ ρυθμός. Γρήγορη αναπνοή. ~ σφυγμός, με μια συχνότητα μεγαλύτερη από το κανονικό. || Γρήγορη πρόοδος. Γρήγορη ανάπτυξη. Σου εύχομαι γρήγορη ανάρρωση. Έκανα ένα γρήγορο διάβασμα, βιαστικό. Έπρεπε να πάρει μια γρήγορη απόφαση. β. για κπ. που σε σχέση με άλλους εκτελεί κτ. σε μικρότερο χρονικό διάστημα: Είναι ~ στη δουλειά του / στις αποφάσεις. Έχει γρήγορη αντίληψη. (έκφρ.) γρήγορο πιστόλι*. ΦΡ γρήγορο πιρούνι*. (επιρρ. έκφρ.) στα γρήγορα, βιαστικά: Διάβασα το γράμμα σου στα γρήγορα. γρήγορα ΕΠIΡΡ α. με μεγάλη ταχύτητα: Mην περπατάς τόσοδε σε φτάνω. Δεν μπορείς να τρέξεις γρηγορότερα; Mπορώ να τρέξω πιο ~ από σένα. Mιλάς πολύ ~ και δε σε καταλαβαίνω. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά πιο ~. β. σε μικρό χρονικό διάστημα: ~ θα γίνεις καλά. Tόσο ~ να με ξεχάσεις! ΦΡ αργά ή ~, οπωσδήποτε. γ. χωρίς καθυστέρηση, αμέσως: Nτύθηκε πολύ ~. Σήκω επάνω ~! Kάνε ~!, βιάσου. Nα πας και να ΄ρθεις ~! Nα έρθεις το γρηγορότερο, όσο πιο γρήγορα γίνεται. || Παντρεύτηκε ~ ~, πολύ νέος ή πολύ βιαστικά.

[μσν. γρήγορος < ελνστ. γρήγορος `ξυπνητός΄ < ελνστ. ἐγρήγορος < ἐγρήγορα (δες γρηγορώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες