Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γνώρισμα το [γnórizma] Ο49 : το διακριτικό σημάδι, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάποιου: Kοινό / χαρακτηριστικό ~. Tα γενικά γνωρίσματα της κάθε λογοτεχνικής σχολής
[λόγ. < αρχ. γνώρισμα]



