Dictionary of Standard Modern Greek
| 27 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- γνώρα η [γnóra] Ο25α : (λογοτ., λαϊκότρ.) γνώση.
[μσν. *γνώρα (πρβ. μσν. εγνώρα) < γνωρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- γνωρίζω [γnorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κατέχω μια γνώση συνήθ. ως αποτέλεσμα μάθησης: Γνωρίζει καλά τους νόμους. Οι υποψήφιοι πρέπει να γνωρίζουν καλά τρεις ξένες γλώσσες.
και γράμματα ~, ακροτελεύτια φράση μαρτυρικών καταθέσεων. || έχω αντίληψη ενός πράγματος, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης: Δε ~ τίποτε για την υπόθεση. 2. έχω σχέσεις, επαφή, γνωριμία με κπ.: Γνωρίστηκαν στην Iταλία. Γνωριζόμαστε από παιδιά, τον ξέρω από
Πώς του μιλάς αφού δεν τον γνωρίζεις;, αφού δεν τον ξέρεις. Ήθελα να τον γνωρίσω από κοντά. Γνωρίζεσαι με τον αδερφό μου;, τον ξέρεις τον αδερφό μου; (λόγ. έκφρ.) ~ κπ. / κτ. εξ όψεως* / εξ ακοής*. || Nα σου γνωρίσω τον ανιψιό μου, να σου τον συστήσω. || Δε γνώρισε γυναίκα, δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις. Δε γνώρισε μητέρα / πατέρα, ορφάνεψε πολύ μικρός. 3. αναγνωρίζω: Δε σε γνώρισα μ΄ αυτά τα ρούχα. Σας γνωρίσαμε!, συνήθ. σε μεταμφιεσμένους. Tον γνώρισα από τη φωνή του. ΦΡ δε γνωρίζει ο σκύλος / το σκυλί τον αφέντη* του. 4α. αποχτώ εμπειρία ενός πράγματος: Εσείς δε γνωρίσατε την πείνα και τη δυστυχία. || μαθαίνω: Γνωρίστε το σώμα σας! (έκφρ.) ~ κτ. στο πετσί* μου. β. κάνω κτ. γνωστό σε κπ.: Mε τις θαυμάσιες μεταφράσεις του μας γνώρισε τη σύγχρονη αγγλική λογοτεχνία, μας έκανε γνωστή. || (λόγ.) γνωστοποιώ, ανακοινώνω: Σας ~ ότι
Σας παρακαλώ να μας γνωρίσετε την ημερομηνία της άφιξής σας. γ. Στον αιώνα μας η ψυχολογία γνώρισε εκπληκτική ανάπτυξη, είχε. H πόλη μας γνώρισε μέρες δόξας, έζησε.
[αρχ. γνωρίζω]
- γνωριμία η [γnorimía] Ο25 : 1α. κοινωνική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους: Θα γίνει πρώτα μια συνάντηση γνωριμίας. Xάρηκα πολύ για τη ~ σας, τυπική φιλοφρόνηση, όταν μας συστήνουν κπ. Έμεινε ενθουσιασμένος από τη ~ τους. Ήταν μια απλή ~, μια τυπική σχέση. β. εκείνος με τον οποίο γνωριζόμαστε: Έχει μεγάλες γνωριμίες, σχετίζεται με σημαντικά πρόσωπα. || Aυτή η κοπέλα είναι η καινούρια ~ του. 2. έρχομαι σε επαφή, αποκτώ εμπειρία, γνώση ενός καινούριου πράγματος: H ~ μου με το έργο του μεγάλου Άγγλου ποιητή έγινε πολύ αργά.
[λόγ. επίδρ. στο γνωριμιά]
- γνωριμιά η [γnorimná] Ο24 : (λαϊκότρ.) γνωριμία.
[μσν. γνωριμιά < γνώριμ(ος) -ιά]
- γνώριμος -η -ο [γnórimos] Ε5 : 1. (για πρόσ.) που τον έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν, που είναι γνωστός ή οικείος: Είμαστε παλιοί γνώριμοι. Γνώριμη φυσιογνωμία. || (ως ουσ.) ο γνώριμος, ο γνωστός. 2. που τον έχουμε γνωρίσει παλιά και εύκολα τον αναγνωρίζουμε: Mου είναι γνώριμο αυτό το τοπίο. Γνώριμες καταστάσεις. Ο ~ ήχος της καμπάνας.
[αρχ. γνώριμος]
- γνώρισμα το [γnórizma] Ο49 : το διακριτικό σημάδι, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάποιου: Kοινό / χαρακτηριστικό ~. Tα γενικά γνωρίσματα της κάθε λογοτεχνικής σχολής
[λόγ. < αρχ. γνώρισμα]
- γνώση η [γnósi] Ο31 : το αποτέλεσμα κάθε πνευματικής διαδικασίας για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, είτε άμεσα με τις αισθήσεις είτε έμμεσα με την παρέμβαση του λογικού. 1. η γνώση ως μάθηση: H ~ των αγγλικών τού στάθηκε πολύ χρήσιμη. Έχει πολλές / λίγες / επαρκείς γνώσεις. Επιστημονικές / εμπειρικές / πρακτικές γνώσεις. Οι αρχαίοι είχαν μια προηγμένη τεχνολογική ~. Έχει βαθιά ~ της ανθρώπινης φύσης. Tο δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, το δέντρο του Παραδείσου με τους απαγορευμένους καρπούς. (έκφρ.) λαμβάνω* ~. (λόγ.) εν γνώσει κάποιου, για κτ. που είναι γνωστό: Εν γνώσει μου πούλησε το σπίτι. ANT εν αγνοία κάποιου. είμαι εν γνώσει, έχω γνώση ενός πράγματος, το γνωρίζω. ΠAΡ ΦΡ κοντά στο νου κι η ~, για κτ. ευνόητο, ότι δηλαδή η κατανόηση είναι αποτέλεσμα γνώσης: Φυσικά πρέπει να διαβάσεις για να μάθεις, κοντά στο νου κι η ~. έχουνε ~ οι φύλακες, για δήλωση επαγρύπνησης. προς ~ και συμμόρφωση, για παραδειγματισμό, για να αποτραπεί η επανάληψη μιας μη επιθυμητής ενέργειας. 2. (λαϊκότρ., μόνο στον εν.) η σύνεση, η φρόνηση: Είναι άνθρωπος με ~. ΦΡ βάζω ~, συνετίζομαι: Γέρασε αλλά ~ δεν έβαλε. ΠAΡ Στερνή μου ~ να σ΄ είχα πρώτα, για εκείνους που συνετίζονται, όταν πια είναι αργά. Σαρανταπέντε Γιάννηδες* ενός κοκόρου ~.
[1: λόγ. < αρχ. γνῶ(σις) -ση· 2: μσν. γνώση < αρχ. γνῶ(σις) -ση]
- γνωσιολογία η [γnosiolojía] Ο25 : κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με τα προβλήματα της γνώσης και ερευνά τις πηγές, τις δυνατότητες, τις μορφές και τα όριά της.
[λόγ. < νλατ. gnoseo-, gnosio- < αρχ. γνῶσι(ς), γεν. γνώσε(ως) -ο- + -logia = -λογία]
- γνωσιολογικός -ή -ό [γnosiolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γνωσιολογία: Γνωσιολογικά συστήματα.
[λόγ. < γαλλ. gnoséologique ή αγγλ. gnosiological < gnosiolog(y) = γνωσιολογ(ία) -ique (-ical) = -ικός]
- γνωστεύω [γnostévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) γίνομαι γνωστικός, συνετός· βάζω γνώση.
[γνώστ(ης) -εύω (διαφ. το ελνστ. γνωστεύω `έχω προσωπική γνωριμία΄)]



