Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γνωματεύω
1 item total
γνωματεύω [γnomatévo] Ρ5.1α : ως ειδικός εκφράζω έγκυρη γνώμη για κτ.· (πρβ. γνωμοδοτώ): Οι γιατροί γνωμάτευσαν ότι… Οι μηχανικοί θα γνωματεύσουν για την ευστάθεια της γέφυρας.

[λόγ. < ελνστ. γνωματεύω, αρχ. σημ.: `διακρίνω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go