Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γκιουλέκας
1 item total
γκιουλέκας ο [gulékas] Ο4 πληθ. γκιουλέκηδες : (λαϊκότρ.) ο νταής, ο ψευτοπαλικαράς: Kάνει τον γκιουλέκα.

[ίσως ανθρωπων. (όν. Aλβανού επαναστάτη)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go