Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γιάφκα
1 item total
γιάφκα η [jáfka] Ο25 : κλειστός χώρος που κρατιέται μυστικός και εξυπηρετεί τις ανάγκες παράνομου μηχανισμού.

[ρωσ. javka (προφ. [jafka] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go