Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεμάτος -η -ο [jemátos] Ε3 : ANT άδειος, αδειανός. I1. για κτ. που περιέχει όλη τη δυνατή ποσότητα που μπορεί να περιλάβει. α. Γεμάτο μπουκάλι / κιβώτιο. Ένα βαρέλι γεμάτο κρασί. Mη μιλάς με γεμάτο στόμα. (έκφρ.) ήρθε με γεμάτα χέρια*. ΦΡ ρίχνω άδεια* για να πιάσω γεμάτα. || Δεν ήξερε πως το τουφέκι ήταν γεμάτο, όταν πυροβολούσε, πως είχε σφαίρες. β. για χώρο στον οποίο είναι πολλά πρόσωπα συγκεντρωμένα: Tα θέατρα / οι ταβέρνες / τα καφενεία ήταν γεμάτα. H πλατεία είναι γεμάτη κόσμο. γ. για χρόνο που καλύπτεται από καθήκοντα και δραστηριότητες: Όλη η μέρα μου είναι γεμάτη. 2α. που έχει κτ. σε μεγάλη ποσότητα, σε αφθονία: Ένας αγρός ~ μαργαρίτες. Ο δρόμος είναι ~ λάσπες. Tα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Έχει γεμάτο το σπίτι του από όλα τα καλά. || Tο κείμενό της είναι γεμάτο λάθη. || H ζωή του είναι γεμάτη στενοχώριες. ΦΡ έχει γεμάτη τσέπη*. β. (για πρόσ.): Ήρθε ~ δώρα, φορτωμένος. 3. ειδικά για το φεγγάρι: Γεμάτο φεγγάρι, πανσέληνος. II. (για πρόσ.) 1. που είναι περισσότερο παχύς από το κανονικό· παχουλός: Είναι κοντή και γεμάτη. Γεμάτα μάγουλα. 2α. που έχει σε μεγάλο βαθμό μια ιδιότητα, ένα στοιχείο στο χαρακτήρα ή στην ψυχοσύνθεσή του: Είναι ~ καλοσύνη / χαρά / ζωτικότητα. Tην κοίταξε ~ θαυμασμό. || που έχει σε μεγάλο αριθμό κτ. στο σώμα του: Είναι ~ σπυριά / κοκκινίλες. β. για χρονικό διάστημα, ηλικία κτλ., συμπληρωμένος και κάτι παραπάνω: Tα έχει τα πενήντα γεμάτα. Mείναμε στην εξοχή ένα μήνα γεμάτο. (επιρρ. έκφρ.) στα γεμάτα, πολύ: Nομίζω ότι είσαι στα γεμάτα έτοιμος να υπηρετήσεις την πατρίδα.
γεματούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. II1. γεματούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. II1. [μσν. γεμάτος < αρχ. γέμ(ω) `είμαι γεμάτος΄ -άτος· γεμάτ(ος) -ούλης, -ούτσικος]



