Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γαλήνιος -α -ο [γalínios] Ε6 : 1. που τον χαρακτηρίζει γαλήνη· ήρεμος: Γαλήνια θάλασσα. Γαλήνιο τοπίο. 2. που εκφράζει ψυχική ηρεμία, που χαρακτηρίζεται από γαλήνη· ήσυχος: Γαλήνιο βλέμμα / πρόσωπο. Γαλήνια ζωή. ~ άνθρωπος, ατάραχος.
γαλήνια ΕΠIΡΡ: H ζωή του κύλησε ~. [λόγ. < ελνστ. γαλήνιος]



