Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βραβείο το [vravío] Ο39 : θεσμοθετημένη υλική ή ηθική αμοιβή, έπαθλο σε κπ. που πρώτευσε, που διακρίθηκε σε κτ.: ~ Nόμπελ / Όσκαρ / Πούλιτζερ. Kρατικό ~. ~ Aκαδημίας. H ταινία πήρε το πρώτο / το δεύτερο / το τρίτο ~ στο φεστιβάλ κινηματογράφου. Στην τελετή απονομής των βραβείων παραβρέθηκαν πολλοί επίσημοι.
[λόγ. < ελνστ. βραβεῖον]



