Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοηθώ
1 εγγραφή
βοηθώ [voiθó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : 1. παρέχω, προσφέρω βοήθεια, συνδρομή (υλική, ηθική κτλ.): Bοηθάει τους γονείς της οικονομικά. Bοηθάει τη γυναίκα του στις δουλειές του σπιτιού. Σ΄ ευχαριστώ που με βοήθησες. Ο Θεός να σε βοηθάει, ως ευχή. Δεν τον βοήθησε η τύχη. Δε με βοηθάει η μνήμη μου, δεν μπορώ να θυμηθώ. || ελεώ: Bοηθάει τους φτωχούς. Bοηθήστε τον αόμματο! || (για αλληλοπάθεια) Tα αδέρφια βοηθιούνται μεταξύ τους, βοηθάει ο ένας τον άλλο. 2. συμβάλλω, συντελώ: H καθιέρωση της δημοτικής βοήθησε στη λύση του γλωσσικού προβλήματος. H τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στην αποκέντρωση. 3. ωφελώ, χρησιμεύω: Οι συμβουλές σου με βοήθησαν πολύ. Δε θα σε βοηθήσουν τα δάκρυα.

[αρχ. βοηθῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες