Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλακεία
1 εγγραφή
βλακεία η [vlakía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του βλάκα, η διανοητική καθυστέρηση· ηλιθιότητα*. ANT εξυπνάδα: H ~ του δεν έχει όρια. (έκφρ.) απαλλάσσεται λόγω βλακείας, συγχωρείται επειδή είναι βλάκας, δεν καταλαβαίνει, δεν έχει συναίσθηση. ΦΡ φόρος* βλακείας. || (συνήθ. πληθ.) λόγια, πράξεις, ενέργειες που αρμόζουν σε βλάκα: Mη λες / κάνεις βλακείες. Έχασε την περιουσία του από βλακείες. Aυτό που είπες / έκανες είναι καθαρή ~. 2. (ψυχιατρ.) βαθμός ανεπαρκούς ανάπτυξης της ευφυΐας.

[λόγ. < αρχ. βλακεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες