Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βιομήχανος
1 item total
βιομήχανος ο [viomíxanos] Ο19 θηλ. βιομήχανος [viomíxanos] Ο36 : ο ιδιοκτήτης εργοστασίου· εργοστασιάρχης: Ξεκίνησε μ΄ ένα μικρό εργαστήριο κι έγινε ~. Γερμανοί βιομήχανοι ενδιαφέρθηκαν για επενδύσεις στην Ελλάδα.

[λόγ. < αρχ. βιομήχανος `έξυπνος, ικανός να εξασφαλίσει τη ζήση του΄ σημδ. γαλλ. industriel (δες στο βιομηχανία)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go