Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιολέτα η [vjoléta] Ο25 : ποώδες, καλλωπιστικό φυτό με ευχάριστη μυρωδιά και με λουλούδια κυρίως μπλε μοβ χρώματος. || το άνθος του ομώνυμου φυτού.
[ιταλ. violetta]