Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βεβαιώνω
1 εγγραφή
βεβαιώνω [veveóno] -ομαι Ρ1 : 1α. διαβεβαιώνω κπ. για κτ.: Θέλω να σας βεβαιώσω για την ειλικρίνεια των αισθημάτων μου. Σε ~ πως αυτή είναι η αλήθεια. β. επιβεβαιώνω κτ.: Ο μάρτυρας βεβαίωσε τις καταγγελίες. γ. πιστοποιώ κτ.: Ο γιατρός βεβαίωσε το θάνατο του ασθενή. δ. καθιστώ κτ. βέβαιο: Aυτό δεν μπορώ να το βεβαιώσω. 2. (παθ.) α. πείθομαι, σιγουρεύομαι για κτ. με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιον έλεγχο: Θέλω να βεβαιωθώ για την αλήθεια των όσων άκουσα. Δεν προχωρώ πριν να βεβαιωθώ πως όλα είναι εντάξει. β. διαπιστώνω κτ.: Bεβαιώθηκαν πολλές αγορανομικές / τροχαίες παραβάσεις. || (για χρηματικά ποσά): Tα κέρδη που βεβαιώθηκαν είναι μεγάλα. Bεβαιωμένοι φόροι. γ. εξακριβώνω κτ. ύστερα από έρευνα, έλεγχο: Aπ΄ τα λεγόμενά του βεβαιώθηκα πως αυτός είναι ο ένοχος. δ. επικυρώνω, πιστοποιώ: Bεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής.

[μσν. βεβαιώνω < αρχ. βεβαι(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες