Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βδ
6 items total [1 - 6]
βδέλλα η [vδéla] Ο25 : 1. είδος υδρόβιου σκουληκιού, από το οποίο το γνωστότερο (βδέλλα η ιατρική), το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για αφαιμάξεις: Tου έβαλαν βδέλλες για να του πέσει ο πυρετός. || Mου κόλλησε σαν ~. Mου πίνει / ρουφάει το αίμα σαν ~. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο φορτικό, εκμεταλλευτή, παρασιτικό, που δύσκολα απαλλάσσεται κανείς από αυτόν: Ο φίλος σου αποδείχτηκε μεγάλη ~.

[αρχ. βδέλλα]

βδέλυγμα το [vδéliγma] Ο49 : (λόγ.) για πρόσωπο ή πράγμα που προξενεί αποστροφή, αηδία· σίχαμα.

[λόγ. < ελνστ. βδέλυγμα]

βδελυγμία η [vδeliγmía] Ο25 : (λόγ.) συναίσθημα αποστροφής, αηδίας· σιχαμάρα. (έκφρ.) μετά βδελυγμίας: Aπορρίπτω / αρνούμαι κτ. μετά βδελυγμίας.

[λόγ. < αρχ. βδελυγμία]

βδελυρός -ή -ό [vδelirós] Ε1 : (λόγ.) που προξενεί αποστροφή, αηδία· σιχαμερός.

[λόγ. < αρχ. βδελυρός]

βδομαδιάτικος -η -ο [vδomaδjátikos] Ε5 : (οικ.) εβδομαδιαίος. 1. που αναφέρεται σε χρονικό διάστημα μιας βδομάδας: Bδομαδιάτικες διακοπές. Kάθε Σάββατο κάνω τα βδομαδιάτικα ψώνια μου. 2. που εμφανίζεται, συμβαίνει περιοδικά κάθε βδομάδα: Bδομαδιάτικο έντυπο. Bδομαδιάτικη εφημερίδα. Ο πρόεδρος κάλεσε τα μέλη του συμβουλίου στην τακτική βδομαδιάτικη συνεδρίαση. || (ως ουσ.) το βδομαδιάτικο, αμοιβή για εργασία μιας βδομάδας: Tο Σάββατο ξόδεψα όλο το βδομαδιάτικό μου.

[βδομάδ(α) -ιάτικος]

εβδομάδα η [evδomáδa] Ο26 λόγ. γεν. και εβδομάδος & βδομάδα η [vδo máδa] Ο26 : 1.ο κύκλος των επτά συνεχόμενων ημερών (από την Kυρια κή ως το Σάββατο), του οποίου η διαδοχική επανάληψη, ανεξάρτητα από το σύστημα των μηνών και των ετών, διαιρεί το χρόνο σε ίσες περιόδους: H προηγούμενη / η επόμενη ~. Οι προσεχείς εβδομάδες. Θα επιστρέψω στο τέλος αυτής της εβδομάδας ή στις αρχές της άλλης. || (εκκλ.): Kαθαρή / Kαθαρά ~, η πρώτη εβδομάδα της Mεγάλης Σαρακοστής. Mεγάλη Εβδομάδα / η Εβδομάδα των (Aγίων) Παθών, η εβδομάδα πριν από την Kυριακή του Πάσχα. ΦΡ μεγάλη βδομάδα, για περίοδο αυστηρής δίαιτας ή έλλειψης καθημερινού φαγητού. ~ των παθών, για περίοδο βασανιστικών ενασχολήσεων, ταλαιπωριών. 2. το σύνολο των ημερών ή των ωρών εργασίας μέσα σε μία εβδομάδα: ~ πέντε ημερών, πενθήμερο. ~ σαράντα δύο / τριάντα πέντε ωρών. 3α. χρονικό διάστημα επτά ημερών, ανεξάρτητα από το ποια λογαριάζεται ως πρώτη: Θα επιστρέψω σε μια βδομάδα ή, το πολύ, σε δέκα μέρες. Σε δύο εβδομάδες από σήμερα. β. περίοδος αφιερωμένη σε μια δραστηριότητα που διαρκεί συνήθ. επτά ημέρες: Nαυτική ~.

[μσν. εβδομάδα < αρχ. ἑβδομάς, αιτ. -άδα· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go