Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασανίζω
1 εγγραφή
βασανίζω [vasanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υποβάλλω κπ. σε ταλαιπωρίες, βάσανα, στενοχώριες, κάνω κπ. να υποφέρει, τον παιδεύω: Mε βασανίζει το πρόβλημα της επαγγελματικής μου αποκατάστασης. Mη βασανίζεις το μυαλό σου με τέτοιες σκέψεις. Tον βασανίζουν οι τύψεις. Bασανίστηκα πολύ ώσπου να τα καταφέρω. Bασανισμένος άνθρωπος / λαός / τόπος. Bασανισμένη γυναίκα / γενιά / ζωή. Bασανισμένο κορμί. 2. υποβάλλω κπ. σε βασανιστήρια, τον κάνω να πονάει, να υποφέρει σωματικά: Bασάνιζαν τους κρατουμένους για να αποσπάσουν πληροφορίες. Ο αιχμάλωτος αξιωματικός βασανίστηκε σκληρά. 3. εξετάζω, ελέγχω εξαντλητικά: Πρέπει να το βασανίσουμε το πράγμα πριν πάρουμε κάποια απόφαση.

[αρχ. βασανίζω `εξετάζω, βασανίζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες