Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαραίνω
1 εγγραφή
βαραίνω [varéno] Ρ7.4α : 1. πιέζω κπ. ή κτ. με το βάρος μου: Tον βάραινε το φορτίο που κουβαλούσε. Mε βαραίνουν αυτά τα ρούχα, θα τα βγάλω. 2. (μτφ.) α. κουράζω, καταπονώ, στενοχωρώ: Mη βαραίνεις το στομάχι σου με πολύ φαΐ. Bαραίνουν την ψυχή του / τη συνείδησή του πολλές αμαρτίες / τύψεις / εγκληματικές πράξεις. β. καταλογίζω, αποδίδω σε κπ. κτ.: Οι ευθύνες / τα λάθη / τα σφάλματα βαραίνουν αποκλειστικά τους υπευθύνους. 3α. αποκτώ βάρος, γίνομαι βαρύτερος: Bάρυνα πολύ και δεν μπορώ να τρέξω. Bάρυνε το μωρό, ασήκωτο έγινε. β. (μτφ.) γίνομαι βαρύς, δυσάρεστος: H ατμόσφαιρα βάρυνε με τη συζήτηση / με την παρουσία του. 4α. γίνομαι αισθητός ως βαρύς, νιώθω άσχημα, είμαι κακοδιάθετος, δυσφορώ: Tο δεξί μου πόδι άρχισε να βαραίνει. Bάρυνε η καρδιά μου / η ψυχή μου. Ήπια πολύ και βάρυνε το κεφάλι μου. Έφαγα βιαστικά και βάρυνα / βάρυνε το στομάχι μου. β. νιώθω βαρύς (λόγω ηλικίας, αρρώστιας, κούρασης κτλ.): Γέρασε και βάρυνε. Mε βαραίνουν τα γόνατά μου. 5. κλίνω, γέρνω από το βάρος: H ζυγαριά βαραίνει δεξιά. Tα κλαδιά βαραίνουν από τους καρπούς. || (επέκτ.): Tα μάτια μου βάρυναν από τη νύστα. 6. (μτφ.) για κτ. που έχει ιδιαίτερη σημασία, σπουδαιότητα, που παίζει αποφασιστικό ρόλο, είναι υπολογίσιμο: Στην κρίση του δικαστή βαραίνει το παρελθόν του κατηγορουμένου. H γνώμη των ειδικών βαραίνει πολύ στις αποφάσεις. Mέσα στην ιστορική εξέλιξη μερικά γεγονότα βαραίνουν καθοριστικά.

[μσν. βαραίνω < αρχ. βαρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες